- κατακομμάτιασμα
- το [κατακομματιάζω]1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάξανσις — κατάξανσις, ἡ (Α) [καταξαίνω] το κατακομμάτιασμα … Dictionary of Greek
κατάτμηση — η 1. διαίρεση σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα 2. διαχωρισμός, κατανομή 3. γεωλ. το φαινόμενο τού διαχωρισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων σε κομμάτια με σχεδόν κανονικό σχήμα υπό την επίδραση εξωτερικών … Dictionary of Greek
κατακερματισμός — ο (AM κατακερματισμός) [κατακερματίζω] διαίρεση σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακομμάτιασμα νεοελλ. 1. κατασυντριβή, θρυμματισμός, θρυμμάτισμα 2. φρ. «νομισματικός κατακερματισμός» η αλλαγή τών χρημάτων σε μικρά νομίσματα … Dictionary of Greek
κατατεμαχισμός — ο 1. η κατάτμηση ενός πράγματος σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακερματισμός, κατακομμάτιασμα, λειάνισμα 2. ιατρ. εγχειρητική αγωγή κατά την οποία ο όγκος εξάγεται, αφού προηγουμένως έχει κοπεί σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεμαχίζω. Η λ.… … Dictionary of Greek
θρυμματισμός — ο η μεταβολή σε συντρίμματα, το κατακομμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατεμαχισμός — ο κατακομμάτιασμα, λιάνισμα: Το κρέας θέλει κατατεμαχισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερματισμός — ο ο τεμαχισμός ενός όλου σε μικρά κομμάτια, το κατακομμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)